- υπεύδιος
- -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ήσυχο ουρανό, στον ήρεμο αέρα («ὑπεύδιοι [αἱ γέρανοι] φορέονται», Άρατ.)2. κάπως ήρεμος, αρκετά ήρεμος (α. «ὑπεύδιος καὶ λεία θάλασσα», Αιλ.)3. φρ. «τὸ ὑπεύδιον τῆς θαλάσσης» — αρκετά γαλήνια θάλασσα (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εὐδία «αίθριος καιρός, καλοκαιρία, ησυχία, γαλήνη»].
Dictionary of Greek. 2013.